ὁμοφύλους

ὁμοφύλους
ὁμοφύ̱λους , ὁμόφυλος
of the same race
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • MARCOMANNA Vallis — Helvetiis finitima, Sequanis proxima et monti Iurae: unde forte dicti Marcomanni: Certe Marcomannis Helvetios facit ὀμόρους καὶ ὁμοφύλους, Caesar apud Dion. l. 38. Vide Ioh. Bapt. Plantinum Helv. Antiq. et Nov …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • αδελφοσκοτώνομαι — και αδερφοσκοτώνομαι λέγεται για αδέλφια, συγγενείς ή ομοεθνείς και ομοφύλους που σκοτώνουν ο ένας τον άλλον …   Dictionary of Greek

  • εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… …   Dictionary of Greek

  • Αλάριχος — Όνομα δύο βασιλιάδων των Βησιγότθων. 1. Α. Α’ (Πεύκη, Δέλτα του Δούναβη 370 – Κοσέντσα, Ιταλία, 410). Βασιλιάς των Βησιγότθων (395 410). Αρχηγός στρατιάς Βησιγότθων, μισθοφόρων του ρωμαϊκού κράτους, προσπάθησε μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου (395)… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Λούντβιχ, Εμίλ — (Emil Ludwig, Μπρεσλάου 1881 – Ασκόνα 1948). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του εβραϊκής καταγωγής Γερμανού συγγραφέα Εμίλ Κον (Emil Cohn). Έπειτα από σπουδές νομικής στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, ασχολήθηκε με βιομηχανικές επιχειρήσεις, τις οποίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”